- σίγλος
- ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν(στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μναςνεοελλ.κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάςαρχ.1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία... τὸ ἥμισυ τοῡ σίκλου», ΠΔ)2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) ενώτιο, σκουλαρίκι3. φρ. «Περσικὸς σίγλος» — νόμισμα ισοδύναμο με το 1/3.000 μέρος τού βαβυλωνιακού αργυρού ταλάντου, με μισό στατήρα τής Μικράς Ασίας και με 71/2 ἢ 8 αττικούς οβολούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τις σημιτικές γλώσσες (πρβλ. μνᾶ), πιθ. από την Φοινικική (πρβλ. και τα: ακκαδ. šeqlu, εβρ. šeqel). Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. siclus)].
Dictionary of Greek. 2013.